- σιτίζω
- σίτισις ή σιτισμός
- σιτοδεία
- ἄσιτος
- ἐπισιτίζω
- ἐπισιτισμός
- παράσιτος (ν.ε. το παράσιτο)
- παρασιτῶ
- συσσίτιον
- σταράτος
- σταρένιος
- σ(ι)ταρήθρα = είδος πουλιού
- σίτεμα
- σιτεύω
- σιτιστής
- σιτάλευρο
- σιταποθήκη
- σιταρόσπορος
- σ(ι)ταρότοπος = έκταση γεμάτη σιτάρι
- σιτέμπορος
- σιτοκαλλιέργεια
- σιτοπαραγωγός
- αραβόσιτος
- οικόσιτος
- παράσιτο
- παρασιτισμός
- παρασιτοκτόνος
- υποσιτίζω ή υποσιτίζομαι
- υπερσιτισμός
- υποσιτισμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου